- λέχομαι
- λέχομαι (Α)1. ξαπλώνω στο κρεβάτι για να κοιμηθώ («παιδὸς ἐέργη μυῑαν, ὅθ' ἡδέι λέξεται ὕπνῳ», Ομ. Ιλ.)2. βάζω κάποιον στο κρεβάτι για να κοιμηθεί (α. «λέξον νῡν με τάχιστα», Ομ. Ιλ.β. «ἦτοι ἐγὼ μὲν ἔλεξα Διὸς νόον αἰγιόχοιο», Ομ. Ιλ.)3. (κατά τον Ησύχ.) κοιμάμαι.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λέχομαι ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *legh- «τίθεμαι, κείμαι», αντιστοιχεί πλήρως προς το γοτθ. ligan «κε'ιμαι, είμαι ξαπλωμένος» (ο γοτθ. τ. θεωρείται νεώτερος σχηματισμός τού τ. sitan «κάθομαι») και συνδέεται με αρχ. σλαβ. ležo, ιρλδ. laigid. Ο αοριστικός τ. λέκτο < *λεχσ-το. Στην ίδια βαθμίδα (*legh-) ανάγεται και ο τ. λέχος (πρβλ. λατ. lectus, τοχαρ. Α', τοχαρ. Β' lake «κλίνη»)την ετεροιωμένη βαθμίδα (*logh-) εμφανίζουν οι τ. λόχος, λόχμη. Στη λεξιλογική οικογένεια τού λέχομαι περιλαμβάνονται λ. με σημ. «κείμαικλίνη» και λ. με σημ. «τμήμα στρατού» (βλ. και λόχος).ΠΑΡ. λέκτρο, λόχμη, λόχοςαρχ.λέχος.ΣΥΝΘ. αρχ. καταλέχομαι, παρακαταλέχομαι, παραλέχομαι, προσλέχομαι].
Dictionary of Greek. 2013.