λέχομαι

λέχομαι
λέχομαι (Α)
1. ξαπλώνω στο κρεβάτι για να κοιμηθώ («παιδὸς ἐέργη μυῑαν, ὅθ' ἡδέι λέξεται ὕπνῳ», Ομ. Ιλ.)
2. βάζω κάποιον στο κρεβάτι για να κοιμηθεί (α. «λέξον νῡν με τάχιστα», Ομ. Ιλ.
β. «ἦτοι ἐγὼ μὲν ἔλεξα Διὸς νόον αἰγιόχοιο», Ομ. Ιλ.)
3. (κατά τον Ησύχ.) κοιμάμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λέχομαι ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *legh- «τίθεμαι, κείμαι», αντιστοιχεί πλήρως προς το γοτθ. ligan «κε'ιμαι, είμαι ξαπλωμένος» (ο γοτθ. τ. θεωρείται νεώτερος σχηματισμός τού τ. sitan «κάθομαι») και συνδέεται με αρχ. σλαβ. ležo, ιρλδ. laigid. Ο αοριστικός τ. λέκτο < *λεχσ-το. Στην ίδια βαθμίδα (*legh-) ανάγεται και ο τ. λέχος (πρβλ. λατ. lectus, τοχαρ. Α', τοχαρ. Β' lake «κλίνη»)
την ετεροιωμένη βαθμίδα (*logh-) εμφανίζουν οι τ. λόχος, λόχμη. Στη λεξιλογική οικογένεια τού λέχομαι περιλαμβάνονται λ. με σημ. «κείμαικλίνη» και λ. με σημ. «τμήμα στρατού» (βλ. και λόχος).
ΠΑΡ. λέκτρο, λόχμη, λόχος
αρχ.
λέχος.
ΣΥΝΘ. αρχ. καταλέχομαι, παρακαταλέχομαι, παραλέχομαι, προσλέχομαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λόχμη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 760 μ., 47 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, 15 χλμ. Β της πόλης των Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γρεβενών. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν Βίτσι. * * * η (Α λόχμη) μέρος δάσους στο οποίο… …   Dictionary of Greek

  • αριστόλοχος — ἀριστόλοχος, ον (Μ) αυτός που γεννήθηκε από άριστους, που έχει έξοχους γονείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + λοχος < λέχομαι «πλαγιάζω, κοιμάμαι»] …   Dictionary of Greek

  • εύλεκτρος — εὔλεκτρος, ον (Α) 1) (για την Αφροδίτη) αυτός που παρέχει συζυγική ευτυχία 2. (για νύφη) ωραία («ἵμερος εὐλέκτρου νύμφας», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λέκτρον «κλίνη (συζυγική)» (< λέχομαι «πλαγιάζω»)] …   Dictionary of Greek

  • καταλέχομαι — (Α) είμαι ξαπλωμένος κάτω, κατακλίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λέχομαι «πλαγιάζω»] …   Dictionary of Greek

  • λέκτρο — το (Α λέκτρον) νεοελλ. (στρατ. και ναυτ.) δάπεδο πάνω στο οποίο είναι τοποθετημένα και μετακινούνται τα πυροβόλα στα οχυρώματα ή στους ειδικούς πυργίσκους τών πολεμικών πλοίων αρχ. 1. κλίνη, ανάκλιντρο («κλαῑε δ ἄρ ἐν λέκτροισι καθεζομένη… …   Dictionary of Greek

  • λέσχη — Ίδρυμα προορισμένο για την επιδίωξη πολιτικών ή κοινωνικών σκοπών, ή για την ψυχαγωγία ατόμων με τα ίδια ενδιαφέροντα, καθώς και το εντευκτήριο του ιδρύματος αυτού. Ιστορία. Η λ. στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα δημόσιο οίκημα με ελεύθερη είσοδο. Στην …   Dictionary of Greek

  • λέχος — λέχος, τὸ (Α) 1. ανάκλιντρο, κλίνη, κρεβάτι («Ζεὺς δὲ πρὸς ὃν λέχος ἤι», Ομ. Ιλ.) 2. συζυγική κλίνη και, κατ επέκταση, ο γάμος (α. «λέχος δ ᾔσχυνε», Ομ. Οδ. β. «ἰὼ λέχος καὶ στίβοι φιλάνορες», Αισχύλ) 3. η σύζυγος («λέχος γαμήλιον», Αριστοφ.) 4.… …   Dictionary of Greek

  • λόχος — ο (AM λόχος, Μ και λόγχος) νεοελλ. 1. στρατ. τμήμα πεζικού τού στρατού ξηράς, υποδιαίρεση τού τάγματος, το οποίο διοικείται από λοχαγό 2. πολλά άτομα μαζί 3. φρ. «ιερός λόχος» α) στρατιωτικό σώμα που καταρτίστηκε το 1821 στη Μολδαβία από τον Αλ.… …   Dictionary of Greek

  • νεόλοχος — νεόλοχος, ἡ (Α) αυτή που γέννησε μόλις πριν από λίγο καιρό, η λεχώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + λόχος* (< λέχομαι «πλαγιάζω, ξαπλώνω»), πρβλ. εύλοχος] …   Dictionary of Greek

  • παραλέχομαι — Α 1. (για παράνομη σαρκική μίξη άντρα) κοιμάμαι κοντά ή μαζί με γυναίκα 2. (για γυναίκα) κοιμάμαι δίπλα σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + λέχομαι «ξαπλώνω στο κρεβάτι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”